- ἐμμενές
- ἐμμενήςabiding inmasc/fem voc sgἐμμενήςabiding inneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμενής — ἐμμενής, ές (Α) 1. σταθερός, επίμονος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενές σταθερότητα, επιμονή 3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα … Dictionary of Greek